-
1 Incline
v. trans.Incline the head: V. νεύειν κάρα.Think of something else in the way of weighty words to incline the scale your way: Ar. ἕτερον αὖ ζήτει τι τῶν βαρυστάθμων ὅτι σοι καθέλξει (Ran. 1397).Dispose ( favourably or otherwise): P. διατιθέναι.V. intrans. P. and V. κλίνεσθαι, ῥέπειν.Inclining as in a balance to the side of profit: P. ὥσπερ ἂν εἰ ἐν τρυτάνῃ ῥέπων ἐπὶ τὸ λῆμμα (Dem. 325).Of disposition, incline towards: P. ἀποκλίνειν πρός (acc.), or εἰς (acc.); see under Inclined.Till this day heaven is favourably inclined: V. ἐς τόδʼ ἦμαρ εὖ ῥέπει θεός (Æsch., Theb. 21).Be inclined to, be naturally disposed to: P. and V. φύεσθαι (infin.).Be willing to: P. and V. βούλεσθαι (infin.).Mean to: Ar. and P. διανοεῖσθαι (infin.).They were less inclined to come to terms with the Athenians: P. πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἧσσον εἶχον τὴν γνώμην ὥστε συμβαίνειν (Thuc. 3, 25).——————subs.Declivity: V. κλιτύς, ἡ.On an incline, sloping: use adj., P. ἐπικλινής; see Sloping.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Incline
-
2 Advance
v. trans.Lead orbrlng forward: P. and V. προάγειν.Promote, help on: P. and V. σπεύδειν, ἐπισπεύδειν.With nonpersonal subject: P. προφέρειν εἰς (acc.).Bring to greatness: P. προάγειν.Bring to success: P. and V. κατορθοῦν.Increase: P. and V. αὐξάνειν.Lend, advance money: Ar. and P. δανείζειν.——————v. intrans.March: P. and V. πορεύεσθαι.Advance against: P. ἐπεξέρχεσθαι (dat.).Advance in price: see Rise.——————subs.Ar. and P. πρόσοδος, ἡ.Improvement: P. ἐπίδοσις, ἡ.Loan: P. δάνεισμα, τό.In advance of: P. and V. πρό (gen.).Ships sent in advance: P. νῆες πρόπλοι αἱ.Knowing Tissaphernes' intentions far in advance: P. εἰδὼς ἐκ πλείονος τὴν Τισσαφέρνους γνώμην (Thuc. 8, 88).Make advances to: Ar. and P. θεραπεύειν (acc.).Make advances ( to an enemy): P. λόγους προσφέρειν (dat.).Advances ( of a lover): P. πείρασις, ἡ (Thuc. 6, 56).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Advance
-
3 Decide
v. trans.P. and V. δικάζειν; διαγιγνώσκειν, κρίνειν, διαιρεῖν, γιγνώσκειν, Ar. and P. διακρίνειν, V. διειδέναι.Arbitrate on: P. and V. βραβεύειν (acc.) (Eur., Hel. 996), P. διαιτᾶν (acc.).Determine, fix: P. and V. ὁρίζειν, διορίζειν.Come to a decision: P. ἐπιγιγνώσκειν (absol.).Resolve (with infin. following): P. and V. βουλεύειν, ἐννοεῖν, νοεῖν, P. γνώμην ποιεῖσθαι, Ar. and P. διανοεῖσθαι, ἐπινοεῖν (all with infin.).It is decided: P. and V. δέδοκται, δεδογμένον (ἐστί) (both with infin.).Be speedily decided ( of a battle): P. ταχεῖαν τὴν κρίσιν ἔχειν (Thuc. 1, 23).Easy to decide, adj.: V. εὔκριτος.Hard to decide: P. and V. δύσκριτος (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Decide
-
4 Settle
v. trans.Settle ( differences): P. and V. εὖ or καλῶς τιθέναι (or mid.), P. λύεσθαι, κατατίθεσθαι, διαλύεσθαι, Ar. and P. καταλύεσθαι.Reduce to order by force of arms: P. and V. κάταστρέφεσθαι.Settle ( an account), pay: P. διαλύειν.V. intrans. Become settled: Ar. and P. καθίστασθαι.Settle in a place: P. ἐνοικίζεσθαι (mid.) (absol.).The disease settled on the stomach: P. ἡ νόσος εἰς τὴν καρδίαν ἐστήριξε (Thuc. 2, 49).The poison of hatred settling on the heart: V. δυσφρὼν ἰὸς καρδίαν προσήμενος (Æsch., Ag. 834). Of a bird or insect, etc.: P. ἵζειν, Ar. and V. ἕζεσθαι. Settle on. P. ἐνίζειν (dat.), V. προσιζάνειν (πρός, acc.), προσίζειν (dat.), Ar. ἐφέζεσθαι (dat.).Sink to the bottom, subside: P. ἱζάνειν, ἵζεσθαι.met., come to an agreement: P. and V. συμβαίνειν, συντίθεσθαι.It is settled: V. ἄραρε.I have settled, resolved: P. and V. δοκεῖ μοι, δέδοκταί μοι.Settle down: use settle.Grow calm: P. and V. ἡσυχάζειν.Greece was still subject to migrations and colonisations so that it was unable to settle down and increase: P. ἡ Ἑλλὰς ἔτι μετανίστατό τε καὶ κατῳκίζετο ὥστε μὴ ἡσυχάσασα αὐξηθῆναι (Thuc. 1, 12).They settled down to a state of war: P. καταστάντες ἐπολέμουν (Thuc. 2, 1).Settle on: see under Settle.Agree upon: P. and V. συντίθεσθαι (acc.).Settle with, agree with: P. and V. συντίθεσθαι (dat.).Pay off: P. διαλύειν (acc.) (Dem. 866).It is natural to suppose that he settled with Aphobus in the presence of these same witnesses: P. εἰκὸς... τοῦτον... τῶν αὐτῶν τούτων παρόντων διαλύσασθαι πρὸς Ἄφοβον (Dem. 869, cf. also 987).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Settle
См. также в других словарях:
Ὁ λύκος τὴν τρίχα, οὐ τὴν γνώμην ἀλάττει. — См. Волк и каждый год линяет, а все сер бывает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
волѧ — ВОЛ|Ѧ (1161), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Воля, как психическая способность, выражающаяся в действиях, поступках: прѣдаж тѣло своѥ наготу. волю на попьраниѥ. оутробоу на постъ. Изб 1076, 35; акы халевъ iс(с)ви. вьсю свою ѡ(т)сѣкъ волю. и боудеши акы ч(с)тыи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
επέχω — (AM ἐπέχω) επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψη μσν. νεοελλ. φρ. «επέχω θέση, τόπο» έχω ίση αξία, αντικαθιστώ αρχ. μσν. 1. κρατώ, βαστώ κάτι 2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.) 3. συγκρατούμαι («ἀλλ ἐπίσχες» στάσου) μσν. έχω… … Dictionary of Greek
πτοώ — πτοῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτοιῶ Α φοβίζω, εμβάλλω φόβο σε κάποιον (α. «δεν πρόκειται να μάς πτοήσουν οι απειλές τους» β. «ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας μὴ πτοηθῆτε», ΚΔ γ. «τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για πάθος ή… … Dictionary of Greek
волк и каждый год линяет, а все сер бывает — Ср. Хоть ты (змея) и в новой коже, Да сердце у тебя все то же. Крылов. Крестьянин и Змея. Ср. ...а свой ты нрав и зубы Здесь кинешь иль возьмешь с собой? Уж кинуть, вздор какой! Так вспомни же меня, что быть тебе без шубы. Крылов. Волк и Кукушка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Волк и каждый год линяет, а все сер бывает — Волкъ и каждый годъ линяетъ, а все сѣръ бываетъ. Ср. Хоть ты (змѣя) и въ новой кожѣ, Да сердце у тебя все то же. Крыловъ. Крестьянинъ и Змѣя. Ср. ...«а свой ты нравъ и зубы Здѣсь кинешь иль возьмешь съ собой?» Ужъ кинуть, вздоръ какой! «Такъ… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)